αυτοποιητικός

αυτοποιητικός
αὐτοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κάνει όχι το αντίγραφο ή την εικόνα ενός πράγματος, αλλά το ίδιο το πράγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοποιητικόν — αὐτοποιητικός making not a copy masc acc sg αὐτοποιητικός making not a copy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”